- φιλόχρονος
- -ον, Α(σχετικά με την αίρεση τών Αρειανών για την χρονολογία γέννησης τού δεύτερου προσώπου τής Αγίας Τριάδας, δηλαδή τον Υιό) αυτός που τού αρέσει να καθορίζει τον χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + χρόνος (πρβλ. μακρό-χρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.